- προφυλακτήριον
- προφυλακτήριονoutpostneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προφυλακτήριον — τὸ, Μ φρούριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προφυλάσσω + επίθημα τήριον (πρβλ. μελετη τήριον, ορμη τήριον)] … Dictionary of Greek